Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2010

εγώ δεν είμαι ποιητής

εγώ δεν είμαι ποιητής
είμαι ο λυγμός του
είμαι ο λυγμός του αδελφού
στην ερημιά του σερπετού
και στην απόχη

Με τριγυρνάνε οι λαγοί
και τα κουρέλια
απ'της Αλίκης τη μορφή
στο σινεμά την Κυριακή
για να ξεχάσω

Να θυμηθώ την εκδρομή
και τους μπαξέδες
δρόμους που όργωνα παλιά
με την ελπίδα για χαρά
μήπως φυτρώσεις

Ποιος ξέρει, θάμαστε μαζί στο υπερπέραν
ή μιας και σ'αποχωριστώ
τώρα που άκουσα βαρύ το
ψιλοβρόχι;

Ανατριχιάζω σαν κοιτώ τις πίσω τέντες
κάτι τεντούλες εμπριμέ
από κρεβάτι με σουμιέ
που με κοιτούσες...

Κάθε που είναι Κυριακή να με θυμάσαι
και να κοιτάς την κουπαστή
πού νάσαι άραγε κι εσύ
μες στο χειμώνα.

Εδώ στην άκρη της στεριάς, πλάι στο αγέρι
κοιτώντας του ραγιά το βιος
μετράμε πότε θα φανεί
το καλοκαίρι,

Μιαν ομοιότητα είδα μιαν τούτα τα χρόνια
του πείσματος την τεμπελιά
που σαν ξεσπάσει άλλη μια
κρατάει αιώνια,

Κι ο πόλεμος καραδοκεί να βάλει τάξη
να μεγαλώσει το παιδί
να φέρει χιόνι τη Λαμπρή
να μας αφρίσει.

φουμιτσίνο

άνθρωποι
χωρίς
πατρίς
μιλούν, γελούν, κοιτούν
τους ουρανούς
μπορεί να κατακτούν
της γης τις ρίζες δεν ακούν.

άνθρωποι
παντού πάλι πετούν
ζουν με του νου το ρου
ψυχές
άνευ ρυθμών
την άνεση ζητούν

μήπως εν τέλει πουληθούν

κάτι καλώδια
τους αρκούν

το σκοτωμένο ποταμάκι

Θυμάμαι που ζωγράφιζες διαστημόπλοια
να τρέχουν σε κατάμαυρα φόντα
με μπαταρίες γι'αστέρια
Αν,
έξω στο προαύλιο του σχολείου μας,
μας έβλεπε ο Θεός θα μας υιοθετούσε.
Νιώθαμε στα δάχτυλα των ποδιών
μια κοσμική δύναμη να μας ωθεί να περπατάμε
όχι σα γήινοι
κι ήταν το πρώτο μας πέταγμα.
Ύστερα φάνηκαν τα τέρατα
με τον ήχο του κουδουνιού
για το τέλος του διαλείμματος
και ξαναγυρίσαμε- όχι παιδιά πια-
στα θρανία για το μάθημα της Πατριδογνωσίας.
Τι νάχεις γίνει φιλαράκι;