Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2011

έξι γενάρη

Του φωτώνε,
σταγόνες.
Φύτρωσα.
Στις σκάλες.
Περάσαν χρόνια.
Σχεδόν μισός αιώνας
όρθιος,
σπάνια μα και συχνά
στιβαρός.

Να ξεσκονίζω την Ακρόπολη.
Στον ίσκιο της κι οι τρεις.
τον Οδυσσέα δεν τον είχα γνωρίσει.
Κανέναν απ'τους τρεις τους.
Από κοντά, εννοείται,
γιατί από φήμη
κι από απόσταση
είχανε όλοι τους γίνει
κολλητοί μου.
Τον ένανε τον γνώριζε
ο κόσμος ολάκερος
και η Ελλάδα κι η Ευρώπη
ακόμη και το Μπαγκλαντες.
Τον άλλονε η Ελλάδα και η Ευρώπη σίγουρα
κι όσο για τον τρίτον
ενός στενού μου φίλου, φίλος στενός.
(δεν έμαθα πιο πολλά, δε ρώτησα...γι'αυτό!)

ημερήσιο

και πάλι θα το πω:
ποιος από εμάς βλέπει
τόσο καθαρά την εποχή μας
που μπορεί και περπατάει;
ποιος από εμάς είναι τόσο ξάστερος
...που ετοιμάζεται να ζήσει;
ποιος από όλους μας
πάλι περιμένει
τα Χριστούγεννα
από τώρα;

πλακίτσα;

Είναι βελούδινη η ζωή.
Με μαύρη γούνα.
Φωτίζεις το μπαλκόνι της,
τα χνούδια κείτονται
κι αναπολείς ζευγάρωμα,
.........το ζεις μετά, γλυκό.
Ορθά κοφτά και σπάνια
κι απόψε θα στο πω:
καπάκια είναι, πέτα τα!

Στυλ

Σπάνια ρωτάω.
Αφήνω να μου πει κανείς
ότι του 'ρθει.
Εκτός κι αν έρθει σ'εμένα
η όρεξη
...κι αρχίσω την ανάκριση