ο αδριάντας σου, μουστάκι,
μες στο ηλιοβασίλεμα
χωρίς γυαλιά
φέρνει στου νου μου το δισάκι
του δαίμονα την αγκαλιά
ναι ξέρω, η πρώτη αντίρρησή σας είναι πως οι σκέψεις παράγουν λέξεις ...παρόλα αυτά θυμηθείτε αφενός πως ο κόσμος υπάρχει και ανάποδα κι αφετέρου πως μόνο άμα τον μοιραζόμαστε υπάρχει, οπότε πρέπει να συμφωνήσετε πως το ένα φέρνει το άλλο! τι άλλο; α! ναι: ζούμε μια δόκιμη εποχή
Κυριακή 26 Ιουνίου 2011
Έρημος λάμπα
άμα πεθάνω πριν πνιγώ
ας διαβαστούν τα μάτια μου
στους πλοηγούς τους πρωινούς
περγαμηνές κι αυτοτελείς
λάθη είναι τα σπιρτόκουτα
φύτρες σμικρές οι σπόροι τους
πικρά τα αίματα σφαλούν
τα μονοπάτια στις οχιές
λουλούδια φαίνουν κι οι λαοί
σταλάζουν ώριες κοπελιές
μισόλογα ψιθύρισες κι εγώ
ξαναθυμήθηκα πρωί
‘Μείνε’ μου λέει η ρητή
του σάκου μας η εντολή
στους νοητούς ορίζοντες
θάρθω ασημής σαν το φαρί
ας διαβαστούν τα μάτια μου
στους πλοηγούς τους πρωινούς
περγαμηνές κι αυτοτελείς
λάθη είναι τα σπιρτόκουτα
φύτρες σμικρές οι σπόροι τους
πικρά τα αίματα σφαλούν
τα μονοπάτια στις οχιές
λουλούδια φαίνουν κι οι λαοί
σταλάζουν ώριες κοπελιές
μισόλογα ψιθύρισες κι εγώ
ξαναθυμήθηκα πρωί
‘Μείνε’ μου λέει η ρητή
του σάκου μας η εντολή
στους νοητούς ορίζοντες
θάρθω ασημής σαν το φαρί
Ζωγραφιά
Στην τύχη, μια φόρμα καλαίσθητη,
φτιαγμένη για απάντηση πριν
τείνει να φέρει αντίγραφα
μα λάμπουνε τώρα κακέκτυπα.
Να στήσουν ηρώο με μάρμαρα
να ανεβεί ψηλά να κοιτάζει
πεσμένο, μακρύ και σαν άντερο
πακέτο με σπόρια της ώρας
φτιαγμένη για απάντηση πριν
τείνει να φέρει αντίγραφα
μα λάμπουνε τώρα κακέκτυπα.
Να στήσουν ηρώο με μάρμαρα
να ανεβεί ψηλά να κοιτάζει
πεσμένο, μακρύ και σαν άντερο
πακέτο με σπόρια της ώρας
Κατέβηκα
Χαρτιά μου, λευκά μικρά κουκλιά
τρέχετε σαν παλιά και ροζ γυαλιά
κοιτώντας τους να τρών, να λεν, ν'ακούν
αυτούς που σαν παιδιά, κοιτούν κι απέ σιωπούν.
Μαλλιά μου, της μοδός στρωτά, λεπτά
μη φτάσετε μακριά ξανά ποτέ
γιατί ποιος καλός καιρός θαρθεί
να πάρει την ξανθιά πλατιά κορφή;
Και μοιάζεις σταλιά σταλιά ν'αργείς
και ξέρεις το φως σωστό να ζεις
κοιτάζεις και πετάς της γης ανθούς
θα φέρεις τη σκιά, παντού, χαρά.
τρέχετε σαν παλιά και ροζ γυαλιά
κοιτώντας τους να τρών, να λεν, ν'ακούν
αυτούς που σαν παιδιά, κοιτούν κι απέ σιωπούν.
Μαλλιά μου, της μοδός στρωτά, λεπτά
μη φτάσετε μακριά ξανά ποτέ
γιατί ποιος καλός καιρός θαρθεί
να πάρει την ξανθιά πλατιά κορφή;
Και μοιάζεις σταλιά σταλιά ν'αργείς
και ξέρεις το φως σωστό να ζεις
κοιτάζεις και πετάς της γης ανθούς
θα φέρεις τη σκιά, παντού, χαρά.
Ο Χρόνος και ο Φίλος
Από μόρια ύλης είμαι
που κινούνται σε σειρά
με τα πρέπει με τα πάλι
χαίρομαι ξυπνώ κοιμάμαι
χάνομαι ξανά
βρίσκομαι ξανά
Το μυαλό μια μπαταρία
άλλοτε γεμάτη,
άλλοτε κενή
συναντήσεις κανονίζει
όμως σήμερα πάλι
όχι δε μπορούσα
δε μπορούσες
είχαμε κι οι δυο δουλειά
Μοιάζουμε σαν κουρντισμένοι
ότι πρέπει μόνο, ότι βγάζει κάπου
παρατρίχα να σε στίψω
στη γωνιά να σε συντρίψω
Δίπλα κάθεσαι ακόμα
μέσα στου μυαλού το θρόνο
κι όσα με το ζόρι κάνεις
με γλιτώνουν από εσένα,
με βυθίζουνε σε μένα,
δηλαδή ση μοναξιά,
δηλαδή στη μοναξιά,
μες στου χρόνου τη φωλιά
στη ζεστή μας τη θηλιά.
Που φωνάζει στις κυρίες
και στους κύριους αγρίως
πως οι φίλοι άμα φεύγουν
με τα χρόνια σ’αποφεύγουν
τότε γέρασες βαριά!
που κινούνται σε σειρά
με τα πρέπει με τα πάλι
χαίρομαι ξυπνώ κοιμάμαι
χάνομαι ξανά
βρίσκομαι ξανά
Το μυαλό μια μπαταρία
άλλοτε γεμάτη,
άλλοτε κενή
συναντήσεις κανονίζει
όμως σήμερα πάλι
όχι δε μπορούσα
δε μπορούσες
είχαμε κι οι δυο δουλειά
Μοιάζουμε σαν κουρντισμένοι
ότι πρέπει μόνο, ότι βγάζει κάπου
παρατρίχα να σε στίψω
στη γωνιά να σε συντρίψω
Δίπλα κάθεσαι ακόμα
μέσα στου μυαλού το θρόνο
κι όσα με το ζόρι κάνεις
με γλιτώνουν από εσένα,
με βυθίζουνε σε μένα,
δηλαδή ση μοναξιά,
δηλαδή στη μοναξιά,
μες στου χρόνου τη φωλιά
στη ζεστή μας τη θηλιά.
Που φωνάζει στις κυρίες
και στους κύριους αγρίως
πως οι φίλοι άμα φεύγουν
με τα χρόνια σ’αποφεύγουν
τότε γέρασες βαριά!
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)