Κυριακή 26 Ιουνίου 2011

‘ Άλαλος Πέτρα’

ο αδριάντας σου, μουστάκι,
μες στο ηλιοβασίλεμα
χωρίς γυαλιά
φέρνει στου νου μου το δισάκι
του δαίμονα την αγκαλιά

Έρημος λάμπα

άμα πεθάνω πριν πνιγώ
ας διαβαστούν τα μάτια μου
στους πλοηγούς τους πρωινούς
περγαμηνές κι αυτοτελείς

λάθη είναι τα σπιρτόκουτα
φύτρες σμικρές οι σπόροι τους
πικρά τα αίματα σφαλούν
τα μονοπάτια στις οχιές

λουλούδια φαίνουν κι οι λαοί
σταλάζουν ώριες κοπελιές
μισόλογα ψιθύρισες κι εγώ
ξαναθυμήθηκα πρωί

‘Μείνε’ μου λέει η ρητή
του σάκου μας η εντολή
στους νοητούς ορίζοντες
θάρθω ασημής σαν το φαρί

Ζωγραφιά

Στην τύχη, μια φόρμα καλαίσθητη,
φτιαγμένη για απάντηση πριν
τείνει να φέρει αντίγραφα
μα λάμπουνε τώρα κακέκτυπα.

Να στήσουν ηρώο με μάρμαρα
να ανεβεί ψηλά να κοιτάζει
πεσμένο, μακρύ και σαν άντερο
πακέτο με σπόρια της ώρας

Κατέβηκα

Χαρτιά μου, λευκά μικρά κουκλιά
τρέχετε σαν παλιά και ροζ γυαλιά
κοιτώντας τους να τρών, να λεν, ν'ακούν
αυτούς που σαν παιδιά, κοιτούν κι απέ σιωπούν.

Μαλλιά μου, της μοδός στρωτά, λεπτά
μη φτάσετε μακριά ξανά ποτέ
γιατί ποιος καλός καιρός θαρθεί
να πάρει την ξανθιά πλατιά κορφή;

Και μοιάζεις σταλιά σταλιά ν'αργείς
και ξέρεις το φως σωστό να ζεις
κοιτάζεις και πετάς της γης ανθούς
θα φέρεις τη σκιά, παντού, χαρά.

Ο Χρόνος και ο Φίλος

Από μόρια ύλης είμαι
που κινούνται σε σειρά
με τα πρέπει με τα πάλι
χαίρομαι ξυπνώ κοιμάμαι
χάνομαι ξανά
βρίσκομαι ξανά

Το μυαλό μια μπαταρία
άλλοτε γεμάτη,
άλλοτε κενή
συναντήσεις κανονίζει
όμως σήμερα πάλι
όχι δε μπορούσα
δε μπορούσες
είχαμε κι οι δυο δουλειά


Μοιάζουμε σαν κουρντισμένοι
ότι πρέπει μόνο, ότι βγάζει κάπου
παρατρίχα να σε στίψω
στη γωνιά να σε συντρίψω



Δίπλα κάθεσαι ακόμα
μέσα στου μυαλού το θρόνο
κι όσα με το ζόρι κάνεις
με γλιτώνουν από εσένα,
με βυθίζουνε σε μένα,
δηλαδή ση μοναξιά,
δηλαδή στη μοναξιά,
μες στου χρόνου τη φωλιά
στη ζεστή μας τη θηλιά.

Που φωνάζει στις κυρίες
και στους κύριους αγρίως
πως οι φίλοι άμα φεύγουν
με τα χρόνια σ’αποφεύγουν
τότε γέρασες βαριά!