Δευτέρα 9 Αυγούστου 2010

Δεν έχω ρολόι

Τα πάντα είναι ζήτημα χρόνου.
Με μιαν αγαπημένη άβυσσο
μπορείς να συμφιλιωθείς;
η ζωή σου τότε είναι
δυο ώρες ρολογιού
δίπλα σ'ένα τηλέφωνο
που ίσως ποτέ να μη χτυπήσει
είναι δυο μήνες φεγγάρια
μέσα σε μια θυρίδα
που ίσως ποτέ να μη γεμίσει

Χτεσινές

Ένας σημαδεμένος Φλεβάρης
ήρθε μια νύχτα στ'όνειρό μου
και με φίλησε μ'εκείνο το πάθος
που κουβαλάνε στην αναπηρία τους
οι κουτσοί.

Ταραγμένος υπέκυψα, παραδόθηκα
αλλά μετά δεν είχαμε τσιγάρο
και βγήκε να φέρει.

Άργησε να γυρίσει.

Ξύπνησα με το Μάρτη αγκαλιά.

Γιατί οι μέρες έχουν το ίδιο όνομα

Ο ορίζοντας σήμερα είναι μια οροσειρά
γεμάτη βρώμικο αέρα
και ξινισμένο καφέ.
Μέχρι να φτάσεις εκεί
έστω και με τη φαντασία σου
μεσολαβεί το άτιμο το κενό.

Οι εγγυήσεις για το αύριο συνοψίστηκαν
σ'ένα λαβύρινθο από χαμόγελα κι απόψεις.
Σκέφτεσαι τα πρόσωπα που σ'αγάπησαν
και τα μέρη που σε ταξίδεψαν
προσπαθώντας να ζωγραφίσεις μια τρύπα
που να σου γεμίζει το μυαλό για σήμερα.

Όταν ήσουνα μωρό έκλαιγες
χωρίς νάσαι σίγουρος για το λόγο...
τώρα το λόγο τον ξέρεις
μα δεν μπορείς να κλάψεις
γιατί οι μέρες έχουν το ίδιο όνομα

Η Συνταγή της σαπίλας

Στο καφενείο που μεγάλωσα
ο καφές πια πίνεται αλμυρός
και κάθε φορά που κοιτάζω
το νερό που πίνω
νιώθω ένα είδος άγχους
-όχι για το αύριο και τα τέτοια-
αλλά για το στομάχι μου
και πώς θ'αντέξει να καταπίνει
ωμό και παγωμένο
το χτες

Σελίδες Ραδιοφώνου

Ξεφυλλίζω τα όνειρά μου.
Δεν έχω ιδέα
αν γεννήθηκα νάνος
σ'ένα κόσμο με μπασκετμπολίστες
ή μόνο
έχω υπομονή ελέφαντα
την ώρα που όλα τα ηλιοβασιλέματα
είναι κατάμαυρα.
Ας μην κοιμηθώ απόψε
μ'ένα πέπλο από μεθυσμένες μαργαρίτες
στη μασχάλη.
Ας φάω λίγο σελοφάν πριν πεθάνω.
Το χάος είναι τόσο καρπερό
που θάθελα να κάνω ένα παιδί
μαζί του.

Βοήθειαααααααααα!!!!!!!!

Το χέρι μου
που γράφει
αυτές εδώ τις αράδες
υπακούει σε αυτό
που δεν έφτασε ακόμη
στο κορμί μου!

Σάββατο 7 Αυγούστου 2010

Σωκράτους 4

Ήτανε δυο τοίχοι από πλίθα κι όνειρο.
Μαραζωμένοι.Κίτρινοι.
Μια ντουλάπα κάπου ξεχασμένη.
Χωρίς στέγη.
Περνώντας το κατώφλι άκουγες
το χρόνο
να κατουρά
πάνω στ'άγρια χόρτα της κουζινίτσας.

Η μία γιαγιά πάνω στην καφέ σιδερένια
καρέκλα με το μουσαμά
-δε ζούσε πια.
Την είχανε φέρει από το σκυλάδικο του θείου,
όπως και τόσες άλλες για να μην τις πετάξουμε.
Αυτό έκλεισε.
Κι ο θείος, πέθανε.
Πάνε δυο χρόνια πια.Το εννενήντα εννιά.Το Μάη.
Ήταν χοντρός παλιά.Ξαναπαντρεύτηκε.

Τα λεφτά μοιράστηκαν το '70.
Τη δεκαετία που πήγαινα δημοτικό.
Έτσι είπε ο ξάδελφός μου
στην κηδεία του πατέρα του, το θυμάμαι καλά.
Είναι σωστό/ ότι πει αυτό το παιδί σωστό είναι.
Πάντα.Είναι αιγόκερως.

Πίσω στο παλιόσπιτο.
Έγινε πια κατοικία.Χωρίς τζάκι.
Με αυλή,
κήπο πίσω,
την κόρη μου
να μεγαλώνει και να γελά.


Βήχεις;

Εν πλω

Αυτοί που πεθαίνουνε
σβήνουν αφήνοντας μια σκια
στην ουρά του φιδιού
που λέγεται Μνήμη.
Οι ζωντανοί
απλά
πασχίζουν
καθημερινά
ποντάροντας τα όνειρά τους
στο τζόγο που λεγεται Λήθη.

Το ερώτημα που αυτόματα τίθεται
απαντιέται μονολεκτικά
και διφορούμενα:
ΝΑΙ

Ίσως λάβεις τούφες

Αναζητώντας ιδανικά
χάνεσαι μέσα σε καταπιώνες
που σου υπόσχονται ανύψωση.
Φτύνεις έπειτα τα δόγματα
μαζί με του σκουλήκι
που με το μήλο δάγκωσες
και κλείνεις όλες τις πόρτες
γιατί είναι χειμώνας και κρυώνεις.

Ο αγώνας για την ευτυχία
συνεχίζεται μέχρι τη λύτρωση
που χαρίζει ο θάνατος της συνείδησης.
Αν οι άνθρωποι σ'αγαπούν
μην τους αφήσεις να φύγουν,
δως τους μια τρίχα απ'την ψυχή σου.
Ίσως λάβεις τούφες.

Ενοχές

Μεγαλώνουμε μέσα σε μια στέρνα
γεμάτη σκουλήκια.
Μας χρειάζονται για να ρουφάνε
το είναι μας και
μας παρατάνε ξαναμμένους εφήβους
σ'ένα σκοτεινό κελί
να ψάχνουμε το φεγγαρόφωτο
στα έγκατα της γης.
Χορταίνουμε με δύσπεπτα σπορέλαια
την πείνα μιας ψυχής
διψασμένης για επαφή και αφοσίωση
νοτισμένης όμως με την πίκρα της τσουκνίδας.
Σαπίζουμε μαζί με τα σκουλήκια
γιατί τ'αγαπάμε
γιατί είμαστε'μείς

Καληνύχτα κοιλιά μου

Φέτες καβουρντισμένος καφές σε φλυτζάνια
που αστράφτουν στο σκονισμένο δρόμο
σ'οδηγούν συχνά σ'ένα φωτισμένο πανδοχείο
μοναχικών φαντασμάτων κι ανόητων μικρών ψυχών...
ρυπαρές πανουκλιασμένες καμαριέρες με φερετζέδες
φρενάρουν μπροστά στα έκπληκτα κι ηλίθια μπλε μάτια σου
κι ανοιγοκλείνουνε το στόμα σε συγχορδίες μπλουζ
αηδιάζοντάς σε για κάθετι ζωντανό.

Θες να πιεις δυο ζεστά ζαχαροκάλαμα
κι αφουγκράζεσαι την παραδεισένια βουή
που εκτινάσσεται σε δέσμες φωτός
πάνω σε μια παλιά σκουριασμένη τροχαλία
που σου στερεί την έμπνευση και το χειμώνα.

"Ίσως ροχαλίσω απόψε" σκέφτεσαι κι αμέσως
βυθίζεσαι σε βαθιά κι ανείπωτη μελαγχολία
για τα γιατροσόφια των παπάδων του Rock and Roll
για το στόμφο του απελπισμένου κραξίματος
και τη σωτηρία που όταν έρθει θα μοιάζει μάταια.

Δυο πετυχημένοι επιχειρηματίες με μοτοσακό
και τσιχλόφουσκες κρυμμένες στη μασχάλη
σε πλησιάζουν γεμάτοι υποσχέσεις και λίπος.

"Ένα ποτηράκι κονιάκ με αυγολέμονο
θα τόπινα ευχαρίστως
αρκεί να με θυμούνται οι Γκέισσες που κατοικούν
στο ημιάγριο, κεφάτο, σάπιο τούτο λατομείο
πού'ναι γεμάτο επισκέπτες πανδοχείου.

Οι στερήσεις όπου νά'ναι θ'αρχίσουν μικρέ επισκέπτη,
εν'ανάγκη κόβε κρέας απ'τα βυζιά μας και τρώγε,
μόνο κάνε κουράγιο και τραγούδα
για τα παιδιά που χάθηκαν
για τους παλιούς μας φίλους.

Παρασκευή 6 Αυγούστου 2010

Καραβάκι

Λέω να μείνω στη στεριά
ώσπου να ψυχθεί το πέλαγος
κι οι φουρτούνες των γλάρων
να μαθητεύσουνε στα ξάρτια
τουρανού μου
χάνοντας ώρες στα βουνά κελαηδώ
πετώντας μες στην κάμαρη αγγίζω
βρυσούλες κρυμμένες σε πλαγιές
γεμάτους πεταλούδες κάμπους
δάση με γκρι βελανιδιές και ίσκιους.
Κι όταν τα έλατα χυμώσουν
και ζαλιστεί ο γητευτής
πάρτε παλέτες με στολίδια
και βάφτε τις θάλασσες με μπλε
με χρώμα που δεν είδε ακόμη
ούτε κι εσείς, ο ποιητής.