Σάββατο 7 Αυγούστου 2010

Σωκράτους 4

Ήτανε δυο τοίχοι από πλίθα κι όνειρο.
Μαραζωμένοι.Κίτρινοι.
Μια ντουλάπα κάπου ξεχασμένη.
Χωρίς στέγη.
Περνώντας το κατώφλι άκουγες
το χρόνο
να κατουρά
πάνω στ'άγρια χόρτα της κουζινίτσας.

Η μία γιαγιά πάνω στην καφέ σιδερένια
καρέκλα με το μουσαμά
-δε ζούσε πια.
Την είχανε φέρει από το σκυλάδικο του θείου,
όπως και τόσες άλλες για να μην τις πετάξουμε.
Αυτό έκλεισε.
Κι ο θείος, πέθανε.
Πάνε δυο χρόνια πια.Το εννενήντα εννιά.Το Μάη.
Ήταν χοντρός παλιά.Ξαναπαντρεύτηκε.

Τα λεφτά μοιράστηκαν το '70.
Τη δεκαετία που πήγαινα δημοτικό.
Έτσι είπε ο ξάδελφός μου
στην κηδεία του πατέρα του, το θυμάμαι καλά.
Είναι σωστό/ ότι πει αυτό το παιδί σωστό είναι.
Πάντα.Είναι αιγόκερως.

Πίσω στο παλιόσπιτο.
Έγινε πια κατοικία.Χωρίς τζάκι.
Με αυλή,
κήπο πίσω,
την κόρη μου
να μεγαλώνει και να γελά.


Βήχεις;

1 σχόλιο: