Δευτέρα 26 Ιουλίου 2010

Στο χασάπη

Τι ν’ αυτό; Μοίρα ή επιλογή;
Να σπας τα κόκαλα των ζώων
και να σπάει τα κόκαλα του ο γιος σου;
Μοίρα είναι , κι επιλογή μαζί.

Ξυπνάς και είναι Σάββατο πάλι.

Ξύλινα μάρμαρα χωρίς πολλά συρτάρια,
δεν έμεινε πια και πολύ ζεστασιά,
χύθηκε πολύ υγρό έξω από το πιάτο μου
κι ότι σώσαμε ξανάσμιξε στον παράδεισο.

Ένας χρόνος θα περνούσε τις ώρες του
πάλι παίζοντας και χορεύοντας στο κορμί μας,
αστραπές διατρανώνουν το διάβα τους
σ’ένα στρώμα παλιό δυο κομμάτια.

Μου μιλάς για το μέλλον¨ παράθυρο
κάποια τέντα με ζέστανε πίσω
το χαλί που κουνούσε τις θύμησες
θα διέκοπτε όσα θα ζήσω

Η επιστροφή

Ετοιμαζόταν ως σίγουρη :
παραμόνευε πίσω από τη θολούρα.
Σιγομουρμούριζε την παρουσία της,
είχε μάλιστα μισοανάψει το φως.
Τα δόντια μας καθαρά, σα ντομάτες
θα έδιναν το δρόμο στον ερχομό της.
Τα μάτια μας θα ατένιζαν
μια σκληρή σιλουέτα γνωστή.
Στο καλό μου παλτό.

Τζάμπα(ίαμβοι)

Κάτι γάτοι πάνε πέρα
Τρώνε πίνουν φεύγουν σπέρνουν
Μέσα μένω μόνος πάλι
Θάναι μέρα ίσως τώρα
Πέντε ώρες σα χειμώνας

Πέντε μέρες βότκα πίνω
Χάνω άλλα άλλα πιάνω
Μπαίνω βγαίνω λύνω δένω
Σπίτι ζέστη έξω ζέση
Θάρθω πάλι στους αγώνες

Τα Σάββατα πάντ’ αργώ

Τον Ιάσονά μου τον καλό, γινωμένο
μέρα με τη μέρα σα μπουκιά
τόνε βρίσκω μια σταλιά γατί, σαν ποιητή
με τα ματάκια του τα μπλε να με κοιτά.

Με μια μπουνιά στη θράκα του θα μπω
μελάνια στην καρδιά στο ύψος του πουκάμισου
να γεμίσω, να πλημμυρίσω, να χαρώ.
Κι ύστερα; στα χιόνια του παράδεισου.

Καραβάκι

Λέω να μείνω στη στεριά
ώσπου να ψυχθεί το πέλαγος
κι οι φουρτούνες των γλάρων
να μαθητεύσουνε στα ξάρτια
τουρανού μου
χάνοντας ώρες στα βουνά κελαηδώ
πετώντας μες στην κάμαρη αγγίζω
βρυσούλες κρυμμένες σε πλαγιές
γεμάτους πεταλούδες κάμπους
δάση με γκρι βελανιδιές και ίσκιους.
Κι όταν τα έλατα χυμώσουν
και ζαλιστεί ο γητευτής
πάρτε παλέτες με στολίδια
και βάφτε τις θάλασσες με μπλε
με χρώμα που δεν είδε ακόμη
ούτε κι εσείς, ο ποιητής.

Παρασκευή 23 Ιουλίου 2010

‘Το Μουστάκι Του Einstein Στο Καλάμι Του Σεληνόφωτος’

Από τότε που μπήκα σ’ αυτό το δωμάτιο
Με υποδέχθηκε με αληθινό μειδίαμα.
Το υπόλευκό του τρίχωμα έβγαλε μιαν
Αχνή ανατριχίλα που έκανε
Τη σκέψη μου ν’ αφηνιάσει.
Μοιάζεις με σκούπα που μαζεύεις
Τα πρωτόνια του σύμπαντος, του σύμπαντος
Ανιδιοτελή κόσμου μου ,αστροφύλακα της φυσικής.

Το θυσανωτό σου μουστάκι απλωμένο
Κάτω από την προεξέχουσα κορυφή
Που ονομάζουν οι γήινοι μύτη
Συμπυκνώνει ολόκληρη τη σαστισμάρα
Του μέλλοντος
Την ώρα που θα συλλαμβάνει ο απλός
Πολίτης,
Αυτός ο καθημερινός μας λαδοπόντικας,
Πόσο απλή είναι η απλότητα
Της θεωρίας σου, αετοζώητε!

Αλλά, ας ξαναγυρίσουμε στο μουστάκι σου,
Αλβέρτο…
Άραγε φανερώνει αυτό το κομμάτι δέρμα
Με τα φυτρωμένα τριχωτά ινίδια
Κάτι από τις ιδέες της κίνησης;
Ή
Μήπως τελικά ματαιοπονούν
Οι ανόητες Φαρμακόγλωσσες που ήθελαν εσένα
Να γίνεσαι ένα κακό αγγελούδι στα χέρια
Του καλόβολου ανθρωπάκου
Που δεν ήξερε καθόλου ότι θα είχαμε
Ανακαλύψει τελικά το σχέδιό του;
Νομίζουν όλοι πως είσαι κάποιος
Που έγραψε κάτι σοφό και ρηξικέλευθο!
Όμως. Εγώ μονάχα σε κατάλαβα!
Σε ξεσκέπασα μικρέ μου. Ήσουνα Ψεύτης
Δεν ήξερες,
Απλά έκανες Τον Εξυπνάκια
Και τώρα…
Θα σου Ξυρίσουμε Το Δήθεν Μουστάκι.
Εμπρός Παιδιά!

‘Ο Τοτινός Άρχοντας’

Άρχισε με τη μύτη στον αστράγαλο.
Μύρισε άνοιξη και συνήλθε λιγάκι.
Ύστερα χάρισε στο αδερφάκι του
Λίγο δηλητήριο κι έφυγε τρέχοντας.

Οι άφωνες δεσποινίδες του διπλανού τετραγώνου,
Σαθροί γίγαντες σε παρκόμετρα ακριβείας,
Ασχήμυναν τις ημερήσιες προβλέψεις
Του κυρ-Μιχάλη, του αστρολόγου,
Ναι, αυτού του σαρδανάπαλου, του φετιχιστή.

Εμένα πιο πολύ απ’ όσα μέχρι τώρα
Έχω δει, ακούσει και μυρίσει
Μου αρέσουνε τα χτυπήματα της κατσαρόλας
Στα άκρα των πολύπαθων γειτόνων
Αυτών που μας κρεμάσαν σκουλαρίκια
Για να ντυνόμαστε το σούρουπο μακρινοί
Συγγενείς.

Αλλήθωρος όπως πάντα μας επισκέφτηκες
Τρελούτσικε συνοδοιπόρε με το
Σφυροδρέπανο .
Σε προσβάλλουνε για
Απόψε οι σάτυροι του παρελθόντος
Άντε για ύπνο. Άντε γεια.
Η ομάδα σου
Αξίζει δύο σακούλες μέντα,
Ένα πουγκί υδρογονάνθρακα
Και λίγο ηλιόσπορο.

Ότι θέματα
Μας βάλετε για την επόμενη
Συνάντηση θα είναι όμορφα
Και το μαστίγιο άμα ειπωθεί
Φραγγέλιο δε θα το κατανοήσουμε.

Είμαστε μακριά νυχτωμένοι.

Σαν Τα εγγόνια σας.

‘Ανεμοθώρακες’

Γλιτώσανε και τραγουδούν
Στις σκάλες τις λευκές πατώντας
Δύο ποδάρια τριχωτά, τα πόδια μου
Φορώντας γλιστερές παντόφλες.

Μυρίζει το αίμα μου ιδρώτα,
Κοιμάται το παιδί γλυκό,
Βροντήχτηκα γερά μωρό μου
Στις σκάλες τις λευκές πατώντας
Με το άσπρο Μάρμαρο απ’ τη Νάξο.


Μην εσφουγγάρισες προσφάτως;
Μην έβαλες γυαλιστικό
Ή φταίω άραγες εγώ;

Κάθε μου σπόνδυλος στη στήλη
Και κάθε πέτσα στο κρανίο,
Βατράχου πήδημα θαρρείς ζηλέψαν.

‘πολλά είναι στον κόσμο φοβερά, λένε,
και πιο πολύ από όλα ο άνθρωπος’
μα κι από τούτον πιο τρομερός ο φθόνος.
…Γιατί λιμπιστήκαμε ‘παρμπρίζ’,
μού λέτε;

Γιατί;

Μόλο που είχαμε μια τέτχια λέξη;

‘Ανηφόρα’

Υπάρχει στη γειτονιά μου,
της έδωσαν όνομα ,
δρόμου.

Τη λένε ‘οδό παπάγου’.

Κι όμως αυτή, δίπλα μας
Ρέει ασταμάτητα.
Ανηφορικά.

‘Η Σιωπή’

Μοιάζει με δύναμη που γεννάει
Κι ύστερα σαστίζει να σκεφτεί.
Δέρνεται, ησυχάζει, πολιορκεί
Τη γη.
Τα γένια της ασπρίζουν.

‘Φουσκάλες’

Στον καφέ, στο δέρμα που κάηκε.
Στις πατούσες, στην ομελέτα.
Και στη σαπουνάδα.
Μέχρι και η γεύση μου
Τις κουβαλάει στιγμές.
Περίεργα σκέρτσα το νερό κι ο αγέρας!

‘Τα Σκαλάκια’

Πάνε χρόνια πια για μένα,
Όμως εκείνα
Δε μ’ έχουνε ξεχάσει.

Κάθονταν τότε
πάνω τους
οι ανήσυχές μας έδρες.

Αυτές που τώρα διατάζουν.
Στη Νομαρχία.

‘Κυριακάτικη Ρεβάνς’

Λούπινο για της μέσης το βρέξιμο
Καλορίζικο, με λακ, με παρέα σπιράλ.
Κυριακή και αναμνήσεις,
Μια ζωή με τους δημάρχους,
Έμπειρη ζώνη καμένη στο φύλαρχο,
Κοκκινισμένα ρούχα και σημάδια.
Μια βδομάδα ξεκινά, ζάχαρη και φρούτα.

Ένας πατέρας οφείλει να νοιάζεται
Για μπάνια, λουλούδια , συντροφιές.

Δε με νοιάζει που κουνιούνται οι καρέκλες
Οι κουνιστές. Δεν πειράζει.

Μια ζωή τα πέταλα της μαργαρίτας ονειρεμένα δώρα
Περπάτα να τα δεις.
Τι σημαίνει ‘να μείνω κι άλλο;’ Τι καίει πιο πολύ;
Το φαρμάκι σου, ένα παγάκι ή μια πιπεριά;
Ψέματα λες, ταξιδεύουμε πλάνητες, ερχόμαστε.

Ζωή μου, μια ζωή ερχόμαστε, σαν πρόβα.

Βαθιά στο μυαλό μου σιγοκλαίς,
Και χαίρεσαι,
υπόγειος, ραδιοφωνικός, τερατώδης.

Μου λες: ‘το ξέρω, διαλέγεις ότι πρέπει’
Αυθάδικα μάθαμε να ξέρουμε
Σου απαντώ
πως μέσα στο αίμα μας
τρέχει μια ζωή, η ίδια πάντα.
Μην κλαις όμως, από τους δύο κόσμους
Εκείνος μας ταιριάζει, ο φωτεινός.


Μια ζωή, κι ύστερα θα ξεκουραστείς.

‘Η Νύχτα της Πρόνοιας (στη Σοφία)’

Πρωί πρωί τα σπίτια σουρωμένα,
κατεβάζουνε σκοτεινές ματιές,
πονάνε φεύγοντας άλλος γι’ αλλού
κι εσύ για τ’ άστρα..

Περίπου μες στα πέπλα σου,
διάφανη στου φεγγαριού το δρόμο,
θα παιρνες των κάστρων την οδό,
στα πλοία μες στο βοριά, έφυγες.

Μέθυσες, οι αράχνες μπήκανε αλαφρές
να φέρεις κοχύλια του Αυγούστου, μπλε.

Είπες : ‘να είσαι χιλιάδες φορές, παντού’,
τραγούδησες, κι ήρθε ο ήλιος ασπρόμαυρος
στα μεσούρανα καλπάζοντας.

Κυλίστηκα στα χείλη σου, την περασμένη νύχτα μου
Τους ήχους ένιωσες της φλογέρας
και μοίρασες την καρδούλα σου
στα ποτάμια που ξένοι ψάξαμε για τις πηγές.



Ψυχούλα μου.
Ξανά
Ήρθες το βραδάκι, ξυπνημένη άγουρη,
Κλαμένη, ματάκια μου, Κυρά μου.

‘Το δεύτερο κυριότερο ταλέντο της Ευτυχίτσας’

Μας αρμέγανε κανονικά
Οι ροπτροφόροι κίονες.
Αλκαλικές μπαταρίες
καμώνονταν
πως άκουγαν τους ήχους μας.
Μία ζωή δουλεύαμε τον ουσιώδη περίπλου
Αγωνιώδεις
Προερχόμενοι από μεταδοτικές παρασπονδίες
Περιχέοντας τον ωκεανό κινήσεις ελευθερίας,
Μυστηρίου.

Κάθε άνθρωπος θέλει τον τρόπο του,
Κάθε γυναίκα ν’ ακούει τους ήχους της.

Θυμάσαι τότε που η κάθε μας μέρα
Είχε κι από μερικά όνειρα στον κόρφο της;
Τώρα πια, όχι πως είσαι ανονείρατος,
Αυτό δα
Κι αν θα τανε το μεγαλύτερο ψέμα…
Απλά
Έχεις από καιρό
Σταματήσει να ξεχνάς
Να ταΐσεις
Την κοιλιά σου.

‘Τζόγια’

Κληματαριά και λεμονανθός
Κάτω από το αρκουδίσιο.
Μια Ελλάδα την κοπανά εκ νέου
Για νησιά και ‘Ρουμς του λετ’.

Όχι δε θα πάρω. ΘΕΝΚΣ.
Φέτος έχω Χριστούγεννα,
Δεν πρέπει να τα ξεχάσω.

Προτιμώ δροσερό σπίτι, σαλάτα μου.

Καίει ο ιδρώτας σας
Αλλά κουράγιο
Μακρινές
Μαγικές;
μετακινήσεις.

‘Καλημέρα’

Και :‘ Όνειρα γλυκά’.

Όποιος παραμένει άγνωστος
Φοβάται.

Ν’ αλλάξω κουρέα;
Μάτια μου.
(γιατί δε λέμε ‘δόντια μου’);

Ο παράδεισος βρίσκεται κοντά μας…
Σήμερα,
Αρκεί
να γυρίσουμε το κουμπί
Πάρε το πρώτο καράβι, ψάξε με.

‘Δια Του Διάττοντος’

Κατεβαίνω μοναχός μου
Στον Παράδεισο.
Να θερίσω λερωμένα
Όνειρα,
Να δοκιμάσω ικανούς κάτι περήφανους,
Κι ίσως γυρίσω νικητής, ίσως και όχι.

Μην κλαις κορίτσι μου,
Αυτές
Είναι σκηνές για μένα.
Μη με ακούς που πίνω εγώ
Των καλλονών την πίκρα.



Κάτι θα φέρω.
Κακό ή καλό
Δεν ξέρω.

Ένας φίλος μας
Έπεσε στο κενό-
Σκύβοντας
Μια τέντα να φτιάξει-
Σκοτώθηκε τώρα.
Μήπως τον συναντήσω,
Να τον ρωτήσω
Πώς ήτανε;



Μην κλαις κορίτσι μου,
Δεν είναι αυτές
σκηνές για σένα
Μη με κοιτάς που τρίζω εγώ
στων άλλωνε την ρίζα

‘Σκιά’

Παναγίτσα μου , δεκαπενταυγουστιώτικη,
Πως εγείρονται
των περιβολιών μας
Οι πληγές!
Κάθε χρόνο
μαραίνονται σαν κίτρινα λουλούδια.

Ούτε το ασπρογάλαζο καράβι,
Μήτε ο ποταμός γιαλό γιαλό
Πηγαίνοντας,
Δε σώζουνε το σώμα.

Κι όμως,
Τα βλέπεις που ξανοίχτηκαν Παναγιά,
Μέσα στον πάγο
της αμυγδαλιάς τ’ ανθάκια;

Τα βλέπεις , Μαράκι, τα λέλουδα
Τα κόκκινα
Του ροδάκινου;

Ο Αγγελής

Μακρυμάλλης με μουστάκι,
Μοσχολίβανο μοιράζει-
Μισοτιμής-
Έμπορο όμως μη με πεις:
Είμαι ο Αγγελής.

Κατεβαίνει την Αρόη,
Σα φουριόζος, μα φτωχός.
Στα Ταμπάχανα σα φτάσει
Γίνεται μπουχός.
Ξέρει κάθε ιστορία,
Είναι παραλής.


Χρόνια τώρ’ αποθαμένος
Μοσχολίβανο μυρίζει
Στο μνημούρι του επάνω
Στέκει ένα παιδί.

Κάνουν προσευχή οι κυράτσες.
Με κοιλιές σαν τις ταράτσες
Κάθε Κυριακής.
Λάθος έκανε στο δρόμο,
Πάει πια το καρβουνάκι!
Σκόνη καταγής.

‘Δονούσα’

Γάτες μ’ ονόματα περαστικά
Θα χαθούνε στο πέλαγος, γαλάζιες
Κοιτώντας λευκά ζεστά υφάσματα
Καλοκαιριού.

Φρέσκα ψωμάκια, στα κύματα βουτιές
Μπουκαμβίλιες καφέ κι αγκαλιές
κρυφτές στον ήλιο τον τυφλό.
Τότε που ήμουν εκεί…
Άκουγα τους αέρες, βιολιού πενιές.

Ασκούσα του σπιτιού την αντοχή.
Φυλακισμένος στων καραβιών τ’ αγκάθια.
Λαγαρή αρμύρα, μαυροφορεμένη μου.

Μυστακοφόρε λαδοπόντικα,
αργόσυρτη τεμπελιά ζαλισμένη,
σορτσάκια, πέτρινο αγγούρι.

Πρέπει να μάθετε
Να γελάτε
Να χασκογελάτε χάμου,
Ά τε να χαθείτε ολόιδιες ομορφιές.

Στην άμμο, στο Μερσίνη, στο Σταυρό
Σφυρίζουν η λευτεριά κι ο κάματος,
καλό παλικάρι, σεμνή συντροφιά.

Το Ρηνιώ σφαδάζοντας ολόψυχα
Στρείδια και ρέματα στέλνει στη Ρουμανία
Κι όλο το σαλιγκάρι λευκό κουνάει πανί.

Περνάει το καλοκαίρι ,
Γρήγορα,
Τόσο γρήγορα.
Αφήνω και πάλι έρημο
Το λιμανάκι.

Φεύγω ως αγάς
Ωσάν ζητιάνος.

‘Πείρα’

το σύννεφο, άσπρο και παχύ
σα χιόνι
σαν τα γένια του παππού-θεού
διαγράφει εμπρός στα
έκπληκτα μάτια μου
τη σιλουέτα μιας κορφής βουνού!

όσο κι αν προσπαθήσω να το διώξω
το ξέρω πως δε θα καταφέρω
τίποτα περισσότερο
από μιαν ακόμα
ρυτίδα στο μέτωπο.

‘Γιάννενα’

στα Γιάννενα, που έβρεχε,
γνώρισα την ομορφιά
έμαθα τη μοναξιά
συνάντησα τον έρωτα
ένιωσα τη θλίψη
αγάπησα το περιβόλι του τρελού
νοστάλγησα λίγη στοργή
έκλεψα λίγα ψίχουλα ένωση

στα Γιάννενα που έβρεχε
έκλαψα για την αδιαφορία
γέλασα για την παρέα
ξεπάγιασα μες στο χιόνι
μέθυσα στη λίμνη
κοιμήθηκα ζεστές-ως το μεσημέρι-νύχτες
έφαγα ομίχλη και σύννεφα
έφτυσα κουκούτσια με σαντιγί
πέταξα από το παράθυρο
μερικά άχρηστα όνειρα
και πέταξα μες στο δωμάτιο
το τετράγωνο κλουβί μου.



Στα Γιάννενα που έβρεχε
Έχω κρυμμένο κάτω από ένα γέρο Πλάτανο
Εκεί, στην όχθη της λίμνης
Ένα κομμάτι από την ψυχή μου.

Απόσταση’(στο Βίλχελμ Ράιχ)

όσο πιο μακριά
και πιο μονάχος
από τη μνήμη του κόσμου
τόσο πιότερος καημός
στην πέτρα πού
‘χεις για στομάχι
ανάγλυφε κι αναίσθητε
«ανθρωπάκο»

‘Άνθρωπος /Αν’

το κρύο στις αγκαλιές γίνεται ζεστό

το πρωί στο λαγούμι φαίνεται ψεύτικο

τα όνειρα στη ζωή είναι δίκοπο μαχαίρι

το σαπούνι στην κολυμπήθρα φαντάζει μόνο

κι ο κηπουρός σα νάνοι ξένοι μες στο δάσος.

Αν κουράστηκες
να σκέφτεσαι

Να συγκρίνεις
Να κριτικάρεις
Να συμπεραίνεις

είσαι πολύ κοντά
στη μία
και μοναδική αλήθεια.

‘Οιδίπους’

δεν είν’ κι απαραίτητο δα
να βλέπουμε κάθε μέρα
αύριο λέω να τυφλωθώ
για ολόκληρη μέρα.
Θέλω να βοηθήσω
τη φαντασία μου
να μεγαλώσει τα φτερά της
ή –έστω-
ν’αλλάξει
κάποιο από τα δόντια
των αισθήσεων.

Άλλωστε, ποιος ξέρει;
μπορεί να μαι τυφλός
και να μην τόχω καταλάβει

‘Ποιος μας κρίνει;’

σα μελάτο αυγό
με μουστάρδα και κέτσαπ
λουσμένη στο θολό ασπράδι
μιας γριάς κότας
νιώθω τη φαντασία μου.


Είναι γόνιμη ή στείρα κύριε δάσκαλε;
Κύριε ψυχίατρε;
Κύριε διοικητά;

‘Παρηγοριά μου’

Κορίτσια με δάκρυα στα γαλανά σας μάτια
Χαμόγελα με μακριές πλεξούδες
στα μαύρα σας μαλλιά,
…πόσο το σκαρί του προσώπου σας
με ταξιδεύει στον κόσμο!

‘Βοήθεια’

Tο Χέρι μου, που γράφει
αυτές εδώ τις αράδες
υπακούει σε αυτό
που
δεν έφτασε ακόμα
στο υπόλοιπο κορμί μου.

‘Κατάρα’

Ένας σημαδεμένος Φλεβάρης
ήρθε μια νύχτα στ’ όνειρό μου
και με φίλησε με κείνο το πάθος
που κουβαλάνε στην αναπηρία τους
οι κουτσοί.

Ταραγμένος, υπέκυψα, παραδόθηκα.

Αλλά μετά δεν είχαμε τσιγάρο
Και βγήκε να φέρει.

Άργησε να γυρίσει.

Ξύπνησα με το Μάρτη αγκαλιά.

‘Φόβος’

Είμαι
το καλοκαίρι
που φοβήθηκε
το
φθινόπωρο
αγάπησε
το
χειμώνα
και
περιμένει
ματωμένο
νάρθει
η
άνοιξη

‘Λαχτάρα’

κοιτώντας μες στις διπλοπενιές
…της ματαιότητας,
αφήνω
–συνήθως-
το αύριο
να με γεμίζει κουράγιο.


γιατί μόνο το αύριο ξέρει
να σφυρίζει ρεμπέτικα

‘Ειρωνικό’

Στις στροφές του δρόμου
νιώθω τεμπέλης,
όμως,
την τελευταία στιγμή
κάποιο ένστικτο
αυτοσυντήρησης
με σπρώχνει
και στρίβω το τιμόνι!

‘Συνεύρεση’

γρήγορα γρήγορα
σαν να μη γνωριζόμαστε
κι ας είμαστε κι οι δυο
σάπιοι κι ορφανοί.

‘Για σένα’

Φυτίλια θα γεννώ
μια νύχτα με φεγγάρι
αρκεί μονάχα να σε δω
να μην κρατάς φανάρι
κλέφτικο.

Θέλω να βεβαιωθώ
πως δεν είμαστε
κι οι δύο μαζί
ένα μεγάλο
ολοστρόγγυλο
μηδενικό
αλλά κάτι
λιγότερο.

‘Πίνακας Γραμμάτων’

Υστερόγραφα δε γράφουν
μόνο οι ερωτευμένοι…
γράφουν κι οι μεθυσμένοι
κι οι πικραμένοι
κι οι πεινασμένοι
κι οι σκοτωμένοι.

Κι είναι τα υστερόγραφα
μια μεγάλη-σαν τρύπα-
ανοιχτή πληγή
δίπλα στη φτερούγα
του κόσμου.

‘Μωβ’

Οι αναμνήσεις φτιάχνονται με
μωβ υλικά:
Λίγη ελπίδα,
Περισσότερη απογοήτευση
Και μια πινελιά φαγούρα
…κάπου στα γεννητικά όργανα…

Τώρα, ο λούκουμος!

Ξέρεις ότι άμα φας
αυτό το γλυκό, μπορεί
το κουκούτσι να πονέσει;

Γάλος

Κανονικά ,
θα πάρεις το παράσημο της αναρτήσεως,
ένα μικρό γκρι σηματάκι
που όταν το φορέσεις στην παρέλαση
των τροπαιούχων και αυτών που ξεχωρίζουν
θα μοιάζεις γαλοπούλα χωρίς άλλο,
όχι απ’ αυτές τις μαδημένες αλλά από κείνες
τις παραφουσκωμένες που το μόνο που δεν είδανε ακόμα
είναι πόσο άδειες είναι μερικά χιλιοστά παραμέσα.
Ε-Λ-Α
Ποιος να είναι αυτός; μάλλον Ένας Λαϊκός Αγωνιστής
Μπορεί κι ο Ερυθρός Λαμπρός Ανθρωπιστής
Αλλά κι Εσύ Λιγνέ Άνθρωπε, ίσως…

Κοινωνία και ψυχή

…Άλογα βηματίζουν στις μαρμαρυγές,
υγρασία παντού εκτός από μέσα μας.
Φύλακες προχωρούσαν δείχνοντας την επιφάνεια
σε μία οδό που κι ας ήταν ανηφόρα
ποτέ δεν την έφτανες, ποτέ!
Χαρίσαμε τους εαυτούς μας στο πέλαγος,
ανταλλάξαμε τα χέρια με το πρόσωπο,
το φόβο μας με την άνοιξη…
θαρρείς και περίμενε ο αδελφός τον ήλιο
και μέχρι να ζήσουμε ακούστηκε
ο χαριτωμένος θόρυβος, ήχος λιτός,
κάτι σαν παφλασμός την ώρα που έδυες.
…Κοίταξε να σαστίσεις χωρίς απίθανες στιγμές.
Διάλεγε την αλήθεια προτού.

Μουζικάντηδες

Ο παρλαπίπας, ο
κανάγιας, ο σουρτούκης
και η κυράτσα
μαζεμένοι στο μυστικό
λαγούμι, συσκέφτηκαν.
Απόφαση; θα λένε
στην απέναντι
απορίες.

Κιτρολέμονα

Χαρτοφύλακες σε απόσταση,
δυο τρεις παρατημένοι σελιδοδείκτες
και μια συλλογή ποιημάτων
αφιερωμένη στη μάνα μου…..

φεύγοντας για το Τυρόλο
μπήκαμε στης ύπαρξης
το ατέρμονο παζάρι,
στρώσαμε τις δάφνες
που θα πατούσε ο Φασουλής.

Το παλικαράκι μας.
Προτού να γεννηθεί, απέθανε.

Τα ονόματα

Κάποτε σκέφτηκες κάτι
για τα χέρια των πουλιών.
Τελικά φάνηκε πως μάλλον ήσουν άδικος.
Χέρια δεν έχουν τα πουλιά.
Κατόπιν άνοιξες τη βρύση
νερό να τρέξει για να πιεις και να ποτίσεις τους γκρεμούς.
Μας γέμισες με λάσπες τις αυλές.
Νερό δε μένει πουθενά στων βράχων την ακμή…
Τώρα χαρίζεσαι ξανά στο αύριο.
Ας δούμε αν αργεί.

Η ομπρέλα

Χάθηκε το υποστύλωμα των αθυρόστομων
Μια πεταλούδα γλάρωσε στους στύλους
των ακριβοθώρητων μουλαριών, σήμερα.
Βρεθήκαμε όλοι μαζί στις άνετες βουνοπλαγιές.
Κουτιά με μπίρες, βρεμένες ρεπούμπλικες,
κάστανα με τυρί και λίγο σκορδάκι στο πρόσωπο.
Αχ και να λύτρωνες τα υφάσματα,
μακάρι να σε μύριζαν και σένα οι ανεμώνες.
Φρέσκος ωσάν περιβολάρης, στητός σαν μύρτος,
λαθεμένος ορμηνευτής του αναπόδραστου.
Ποιος ξέρει σε λίγο καιρό, πόσους ιδρώτες
θα σκορπάς,
ποιος θα ακούει τις ανθεκτικές σου ιαχές
και ποια κλεισμένη άνοιξη θα δέχεται
το δέρμα του χιονιού σου;

‘Για σένα’

Φυτίλια θα γεννώ
μια νύχτα με φεγγάρι
αρκεί μονάχα να σε δω
να μην κρατάς φανάρι
κλέφτικο.

Θέλω να βεβαιωθώ
πως δεν είμαστε
κι οι δύο μαζί
ένα μεγάλο
ολοστρόγγυλο
μηδενικό
αλλά κάτι
λιγότερο.

‘Πατινάζ πάνω σε μια παλιά σολομωνική’

Ο χρόνος περνάει
σε αποχρώσεις
ουράνιου τόξου
γαλανό, πορφυρό,
κίτρινο και κόκκινο
ώσπου μια κουτσομπόλα μάγισσα
μας αγαπήσει
και μας ξεσηκώσει τον οίστρο
της φουριόζας αγανάκτησης.

Χορεύουμε πάνω σε μια
χωρισμένη στα τρία πίστα...
το πρώτο κομμάτι
είναι ο ήλιος,
το δεύτερο η φαντασία
και το τρίτο ο βυθός
ώσπου μια κουτσομπόλα μάγισσα
μας αγαπήσει
και μας ξεσηκώσει τον οίστρο
της γαλήνιας επανάστασης

Ανατινάζουμε τη λεπτομέρεια
για χάρη ενός αύριο
που ποτέ δε θα ρθει
εκτός κι αν μια κουτσομπόλα μάγισσα
μας αγαπήσει
και μας ξεσηκώσει τον οίστρο
της ορφανής ανάστασης

Τετάρτη 21 Ιουλίου 2010

Τα παπούτσια στρογγυλεύουν

(εμπνευσμένο από τα Απομνημονεύματα ενός Σκατόγερου, του Ρολάν Τοπόρ)


Περπατώντας επάνω στο έδαφος, στρογγύλεψα.
Σαν τσαρούχια πατήθηκαν τα καλά μου λουστρίνια.
Χόρεψαν τα μικρά μου κιτάπια στις βιτρίνες του πέρατος.
Πέντε μικροί λουλουδάτοι κήποι μας σώζουν,
ευτυχώς που καθίσαμε πλάι πλάι στο διάλειμμα
και με φώτισες δίνοντάς μου φιλιά μες στον κόρφο.
Συχνά περίμενα ξανά τους αλήτες, όλους τους.
Ομολόγησα πως τα πρόβατα περιμένουν με συστολή
να ταξιδέψουνε μέσα στο κυρτό μας το σύμπαν,
Αυτό που δεν είναι κυρτό αλλά κοίλο, σκατόγερε.

Ώριμος

Χάνω αιώνες ολόκληρους απ’ την ταχύτητα
Κλείνω τις ώρες, τις μέρες, τους χρόνους.
Βαδίζω τη μια συμμετρία κόντρα στην άλλη.
Σπουδάζω σε μία σχολή αμαρτίας με ζάχαρη.
Τραβιέμαι ολημερίς άταχτα μες στην τραχύτητα.
Χαρίζω τους απέραντους κάμπους στον ύφαλο.
Κι όταν αλλάξει ο καιρός θα έχω αλωθεί.

Βρε παιδιά

Κοιτάξετε πόση ατυχία
Φορούσε την απαντοχή σας.
Κοιτάξετε και τερματίστε.

Πολύς κόσμος

Ήρθε να δει το χριστουγεννιάτικο δέντρο μας.
Ήτανε χοντρούλης, μα δυνατός.
Κοκκινομύτης, ζεστός.
Είπε στους γείτονες λόγια πολλά κι ευχές.
Η μούρη του φανέρωνε σπάταλη πίκρα.
Χώθηκε στα μαξιλάρια μας
τα κόκκινα κι έκλαψε…
Πάντως, ο περισσότερος κόσμος τον έψαχνε!

Λουκρητία

Σκιές με ουρές εκατό βοδιών
σπαταλούν τις ήσυχες ώρες
πολλών περιδεών ποδάρκων ηρώων.
Συναντήσεις με αξύριστους νάνους
κι ο καθαρός μπάτης ζαρώνει…
Πριν καλά καλά σαστίσω σήμερα
πονήρεψε ο καλύτερος ψαράς μου,
…δώσε τουλάχιστον το χέρι σου, κι άσε
την καρδιά σου στο ξύλινο κάθισμα.
Το χτες με το αύριο ενώνονται πάλι.

Τρομερός

Αγαπώντας τον άνεμο
σκορπίζεις τη μπόρα
και κάθεσαι τώρα
στου χαμού τους το άπειρο

Χάρτινες σπείρες

Απαγορεύεται η φυλακή, ο πόλεμος, η πείνα.
Επιτρέπεται μόνο να νοιάζεσαι.
Απαγορεύεται ο δόλος, η πονηριά, το κάρφωμα.
Ελεύθερα μπορείτε να ερωτεύεστε.
Δεν επιτρέπουμε όμως τους έρωτες των ειρώνων
για κανένα λόγο,
εκτός ίσως εάν έχουν ολοκληρώσει.

Κυκλικές σκαλωσιές

Πύρινες εσώτερες αυτοκινητάμαξες
κυκλώνουν εμάς, τους νωπούς λαθρεπιβάτες,
περιπλέκουν αυτόματα όσους μεστώνουν
κοντά στις απίθανες οδηγίες της θάλασσας.
Κάποια κράτη παλινδρομούν ξυπόλητα…
άλλα πάλι πολεμούν κερδίζοντας θανάτους
κι η χώρα μας πιθανολογούσε τους επισκέπτες της.
Παρά την ανάδειξη των εχθρών μας
οι σαλτιμπάγκοι στις αφιονισμένες καρέκλες τους
ωθούν τους άφραγκους πιλότους να συζητάνε
για λίγο ακόμη, ως την πυρά.

Τι να γράψω στον πρόλογο κύριε;

Μερικές απόλυτες φράσεις ολόκληρες
είναι αρκετές στις μέρες μας
για να κουνηθούνε τα χέρια, όλα αυτά.
Κι ύστερα παίρνοντας το χρόνο
μυρίζει το ανθοστόλιστο λεμονάκι,
αυτό που κρατούσες στην τσέπη
όλη μέρα, τη Δευτέρα.

Απέναντι και κάπως δίπλα
μέρες αυτονόητες ωσάν βομβύκια
νανουρίζουν τις καρέκλες
κι έπειτα επικρατεί ο λαός
μ’ έναν ηγέτη απ’ αυτούς
που θερίζουν ανέμους έχοντας
σπείρει θύελλες.

Καιρός να καταθέσουμε κι εμείς
το αυτοκίνητό μας
στην αργόσυρτη μιλιά του θυρωρού γείτονα..
Καιρός να βγούμε πλέον από την κατανόηση
και σιωπηλά να οριστεί
μια νέα μετανάστευση, μια αλλαγή πλεύσης.
Πώς βλέπουν άραγε τις γυναίκες τους οι άντρες;
πώς βλέπουν τις γυναίκες γενικώς;
σαν ένα λόγο να περάσουνε στο υπερπέραν
σα μια αφορμή να φωνάξουνε στο παράθυρο:
« το σύμπαν ανοίγει στα πρόσωπα».

Όχι, σκέφτομαι και λυγίζω,
πού άραγε να βρίσκεται ο εαυτός μας,
στην Ιθάκη ή στην Κέρκυρα;
στην επιστροφή ή στο ταξίδι;
Ή λίγο πιο κει;

χωρίς τίτλο

ΑΤΙΤΛΟ

πάντα κάτι λείπει
κι απ το χιόνι από κάτω
πάλι λάσπη μένει
πιο πολύ όμως αρμέγεις
το λινό μου σκουλαρίκι

πάντι κάτι λείπει
κι ύστερα μου λες θυμάσαι
και περνάνε τα υπόγεια
κι έρχονται ξανά οι ήλιοι
και μικραίνουνε οι γριες

κι όταν φτάσουνε οι λύκοι
κάτι μαύροι κι ουρλιαχτοί
μας ενώνει σαν εντόσθιο
του αιώνα το λοφίο
μια πυκνή γραμμή στα δυο

κι όμως πάντα κάτι λείπει
μια ωραία μέρα λέω
να ρωτήσουμε τον άλλο
εγώ τώρα πια σου φταίω;
και με κοίταξες με λύπη;

κουκλίτσα

Κουκλίτσα

Με ματόκλαδα που σέρνουν το μαστίγιο
Με καλείς να πάμε τώρα στη Μεσόγειο
Δε επέδρασες ποτέ μου εις την τρέλα τους
Με τσιμπάς κι αφήνεις πούδρα στο μελάνι μου.

Τεχνικές μου λες θα μάθω στα προγράμματα
Κι ύστερα πέφτεις κοιμάσαι μες στα κλάματα
Κι ως που έρθει καλοκαίρι ονειρεύομαι
Ιδρωμένες μας στιγμούλες πεπονόφλουδες.

Αύριο φεύγουμε για Ρώμη και Βατικανό
Θα μας πάει τ’ αεροπλάνο κι ύστερα ταξί
Στο χειμώνα που περνιέται για δερβέναγας
Απαντάμε με ρουκέτες και τορπιλισμό

Μες στα μαύρα μας τα τσόφλια και τις αγριελιές
Ανακάλυψαν ιδέες που επαίνεσαν
Κοίταξε μου τον αυχένα μήπως και πληγεί
Από τις βολές των άστρων, του διάττοντος.