Τετάρτη 21 Ιουλίου 2010

Τι να γράψω στον πρόλογο κύριε;

Μερικές απόλυτες φράσεις ολόκληρες
είναι αρκετές στις μέρες μας
για να κουνηθούνε τα χέρια, όλα αυτά.
Κι ύστερα παίρνοντας το χρόνο
μυρίζει το ανθοστόλιστο λεμονάκι,
αυτό που κρατούσες στην τσέπη
όλη μέρα, τη Δευτέρα.

Απέναντι και κάπως δίπλα
μέρες αυτονόητες ωσάν βομβύκια
νανουρίζουν τις καρέκλες
κι έπειτα επικρατεί ο λαός
μ’ έναν ηγέτη απ’ αυτούς
που θερίζουν ανέμους έχοντας
σπείρει θύελλες.

Καιρός να καταθέσουμε κι εμείς
το αυτοκίνητό μας
στην αργόσυρτη μιλιά του θυρωρού γείτονα..
Καιρός να βγούμε πλέον από την κατανόηση
και σιωπηλά να οριστεί
μια νέα μετανάστευση, μια αλλαγή πλεύσης.
Πώς βλέπουν άραγε τις γυναίκες τους οι άντρες;
πώς βλέπουν τις γυναίκες γενικώς;
σαν ένα λόγο να περάσουνε στο υπερπέραν
σα μια αφορμή να φωνάξουνε στο παράθυρο:
« το σύμπαν ανοίγει στα πρόσωπα».

Όχι, σκέφτομαι και λυγίζω,
πού άραγε να βρίσκεται ο εαυτός μας,
στην Ιθάκη ή στην Κέρκυρα;
στην επιστροφή ή στο ταξίδι;
Ή λίγο πιο κει;

1 σχόλιο:

  1. περιεργο ποιημα.αρκει για προλογο.
    οι περιπετειες φανταζουν ξεμπαρκες
    και οχι μονο λογω κρισης
    αλλα και λογω κριτικης.
    το λεμονακι στην αρχη
    ξεπεσε σαπιο στο τελος.

    ΑπάντησηΔιαγραφή